- διαφυλάσσεται
- διαφυλάσσωwatch closelypres ind mp 3rd sgδιαφυλάσσωwatch closelypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκάθεκτος — δυσκάθεκτος, ον (AM) αυτός που δύσκολα συγκρατείται αρχ. 1. αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου 2. (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται … Dictionary of Greek
ευκάτοχος — εὐκάτοχος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συγκρατήσει εύκολα, ο ευκατάσχετος μσν. εκείνος που διατηρείται, που διαφυλάσσεται καλά και εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάτ οχος (< κατ έχω)] … Dictionary of Greek
εύοχος — εὔοχος, ον (Α) 1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση 3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οχος (< έχω),… … Dictionary of Greek
συμμονή — ἡ, Α 1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο 2. γραμμ. άμεση σχέση 3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο 4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο 5. συμβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μονή (< μένω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek